Καφενεία της Πορτής.
Διατελέσαντες καφετζήδες και μαγαζάτορες της Πορτής.
“Τα άγραφα” Σπύρου Κωνσταντίνος του Αθανασίου (Ταλιαδούρος) καφενείο και
Τζαγκαράδικο από το Χρήστο Σπύρου του Αθανασίου 1929-1943.
Από το 1943 μέχρι το 1960 Τσαγκαράδικο από τους Ιωάννη Παπαδόπουλο
και Ιωάννη Διαμάντη .
Κόκκαλης Κωνσταντίνος (Κουτσουκάκος) 1935-1963.
Κόκκαλης Ηλίας του Αθανασίου (Καλεσιάκης) 1943-1975.
Το Χάνι του Θάνου στο Μπαλάνο Καφενείο πριν το 1940 και συνεχίζει σήμερα ως Ταβέρνα.
Παπακωνστανίνου Κων/νος στο κατω μαχαλά μέχρι το 1943 όπου και κάηκε από τους Γερμανούς.
Καλλιώρας Γεώργιος (Σκαρμούτσος) 1954-1968 και μετέπιτα μέχρι το 1978 οι
Καλλιώρας Νικόλαος, Καλλιώρας Ηλίας (παπαλίας) και Θωμάς Π.Ράγκος.
Φωτίου Σωτήριος- Μαριγούλα 1943- 1963.
Αργύρης Κωνσταντίνος του Παναγιώτη (Tόσκες στη Γέφυρα τα Αργύρ) 1962.
Αργύρης Παναγιώτης του Κωνσταντίνου (Γαραφάκιας) μέχρι και σήμερα.
Κόκκαλης Αποστόλης 1966 .Κόκκαλης Κωνσταντίνος (Kωτσιαρής) 1966 εως σήμερα.
Υφαντής Ηλίας (Γάτος) 1978.
Τίγκας Χαράλαμπος 1979.
Παπαδόπουλος Ηλίας (Σαλιάγκας) 1975-2006.
Σπύρου Κωνσταντίνος (Συμπόνια) 1985 και στη συνέχεια
Διαμάντης Βασίλειος, Γρηγορίου Γεώργιος (Ζαρμάνης),
Σφήνας Δημήτριος (Σκυλάς) μέχρι το 1997.
Τριανταφύλλου Δημήτριος (ταβέρνα Αθήναιον) 2009 εως σήμερα.
ΠΟΡΤΗ 23-10-2014
Επιμέλεια συλλογής στοιχείων
Μήλιος Θωμάς
Τα Παλιά Καφενεία του χωριού .
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού, οι εργαζόµενοι µετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωµένοι και οι συνταξιούχοι .
Έπιαναν θέση στις καρέκλες γύρω από τα µικρά τραπεζάκια, για να µάθουν τα ευχάριστα η τα δυσάρεστα νέα της ηµέρας, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισµό των εργασιών της ηµέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέµατα πολιτικά κοινωνικά και άλλα.
Από τα καφενεία περνούσε κάθε βράδυ ο πρόεδρος του χωριού για να τους συναντήσει , ο παπάς του χωριού για να συναντήσει αυτούς που δεν έβλεπε στην εκκλησία, ο αγροφύλακας για να ακούσει τις καταγγελίες για τις αγροτικές ζηµιές.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσοµπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναµετέδιδαν κάθε είδηση ή φήµη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους.
Μέσα στα σύννεφα καπνού των τσιγάρων ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν η αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώµατα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασµός των καυγάδων των ζευγαριών και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε από το πιο σοβαρό ή αστείο έως το πιο αληθινό ή ψεύτικο.
Οι πελάτες των καφενείων παράγγελναν τον καφέ ή το τσιπουρο τους, γκρίνιαζαν πολλές φορές για τον καφέ που δεν είχε καϊµάκι ή γιατί ήταν γλυκός αντί µέτριος, για τον µεζέ του τσίπουρου που συνήθως ήταν στραγάλια, όταν δεν τους ικανοποιούσε ποιοτικά η ποσοτικά.
Ο καφετζής πάντα ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του κάθε πελάτη και ζητούσε συγνώµη για κάθε κατηγόρια που του καταλόγιζαν δίκαιη ή άδικη, τηρώντας τον κανόνα ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Συνήθως οι πελάτες το καφέ τους τον συνόδευαν µε µία παρτίδα τάβλι, η µε µία παρτίδα πρέφας , κολτσινας ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλµατα ή τις ζαβολιές των παικτών.
Την παραµονή της πρωτοχρονιάς τα καφενεία µετατρεπόντουσαν για ένα βράδυ σε µικρά καζίνα όπου άλλοι έπαιζαν τριανταµία άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια. Αρκετές φορές από ασήµαντες αιτίες, άναβαν τα αίµατα και γινοταν καυγάδες. Τα καφενεία µέχρι την εποχή του 1970 ήταν χώρος αποκλεισµένος από τις γυναίκες, το καθένα ήταν ένα µικρό Άγιο Όρος. Πολλές φορές λειτουργούσαν και σαν ταβέρνες, όταν γινόντουσαν σε αυτά τα πανηγύρια του χωριού, οι γάµοι, οι αρραβώνες, και γενικά όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα µε την προσωπικότητα και την αύρα του ιδιοκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα ή µεταλλικά τραπεζάκια, ξύλινες καρέκλες µε ψαθί. Στη µέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσοµπα µε τα µεταλλικά πουριά, πηγή θέρµανσης τον χειµώνα και όχι µόνο. Πολλές φορές στην σόµπα ψηνανε κάστανα. Στο κέντρο της οροφής κρεµόταν ένα µεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε µια υποτυπώδης κουζίνα που περιλάµβανε ένα νεροχύτη µε παροχή νερού, ράφια στον τοίχο γεµάτα µε ποτήρια µικρά και µεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια τσίπουρο, κονιάκ, µπύρες, κρασί και λικέρ. Ένα ορειχάλκινο δοχείο υπήρχε για το ζέσταµα του νερού, ένα τσαγιερό για το τσάι καφετιέρα και ζαχαριέρα, µπρίκια ορειχάλκινα µε µακρύ χέρι και ένα µικρό ξύλινο εργαλείο για το ανακάτεµα του καφέ.
Στο βάθος συνήθως υπήρχε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου µε τις πορτοκαλάδες τις λεµονάδες, μπύρες και τις γκαζόζες . Χώρισµα του κυρίως καφενείου µε την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος ο λεγόµενος µπουφές , µε δίσκους επάνω για το σερβίρισµα των ποτών, σέρβιραν το λουκουμάκι στο πιατελάκι του καφε με μια οδοντογλυφίδα και διπλα το ποτήρι με το κρυο νερό, απο το ψυγείο του πάγου, τη δε βανίλια στο κουτάλι και μεσα στο νερό, που μετα έμαθα οτι το λέμε και υποβρύχιο!
Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε µια ξύλινη κατασκευή µε µικρά χωρίσµατα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες µε τα παιγνιόχαρτα, πλάκες και κονδύλια από γραφίτη. Ο µπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια µε τα επί πιστώσει (βερεσέδια). Στους τοίχους του κάθε καφενείου συνήθως υπήρχαν καθρέπτες, πολλές φορές µε φωτογραφίες στηριγµένες στις κορνίζες τους, πινακίδες µε απαγορεύσεις, όπως απαγορεύεται το σπάσιµο. Τον διάκοσµο των τοίχων συµπλήρωναν πόστερ µε απεικόνιση ιστορικών γεγονότων, από την επανάσταση του 1821, µέχρι σήµερα, φωτογραφίες παλαιών και νέων πολιτικών, και πάντα ένα µεγάλο κάδρο µε την φωτογραφεία των προγόνων του καφεπώλη.
Έτσι θυµάµαι τα καφενεία του χωριού µου, μοναχα οι παλιες φωτογραφιες έμειναν να μας θυμιζουν την εποχή εκείνη την ξέγνοιαστη απλη και ρομαντική .
ΠΟΡΤΗ 12-2-2019
Επιμέλεια συλλογής στοιχείων
Μήλιος Θωμάς