Πασχαλιάτικα Τραγούδια
ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφήγηση: - Βασιλική Τριανταφύλλου συζ Κων.
- Λευκοθέα Τίγκα συζ Βασ.
ΠΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑ ΜΑΧΑΛΑ
Πέρα στον πέρα. Πέρα στον πέρα μαχαλά. Στον πέρα και στον δόθε περπατείς ανάρια ανάρια.
Άϊντε περπατείς ανάρια ανάρια σαν την πάπια στα λιβάδια.
Εκέι παντρεύουν μια ξανθή, ξανθή και μαυρομάτα.
Την τάζουν γιό του Βασιλιά, την τάζουν γιό του Ρήγα.
Δεν θέλω εγώ το Βασιλιά δεν θέλω εγώ το Ρήγα
Εγώ θέλω το αρχοντόπουλο με τις πολλές παράδες.
ΚΑΤΩ ΣΕ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ
Κάτω θέλω, κάτω θέλω να κατέβω. Κάτω θέλω να κατέβω, κάτω σε κρύα βρύση, να εύρω την, να εύρω την αγάπη μου, να εύρω την αγάπη μου, να την περιγελάσω, να την περισκανιάσω.
Τ ακούς παλιά αγαπητικιά, παλιά μου φιλενάδα, εγώ βρήκα αρραβώνιασα , να βρεις και συ να πάρεις, κι αν θέλεις και αν καταδεχτείς νονά να στεφανώσεις, κορμάκια να ανταμώσεις.
Έχω μανούλα καλογριά θέλω να τη ρωτήσω. Τα ακούς μανούλαμ καλογριά τι παραγγέλνει ο φίλος, αν θέλω κι αν καταδεχτώ νονά να στεφανώσω, κορμάκια να ενώσω. Αυτός βρήκε αρραβώνιασε να βρω και γω να πάρω.
Σήκω Μαρούσωμ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου, βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη και τον καθάριο αυγερινό κουμπί και δαχτυλίδι.
Σαν έβαλε να στολιστεί από το πρωί ως το βράδυ. Την είδε ο ήλιος κι έφριξε και τα βουνά ραγίσαν, τη βλέπει ο κυρ γαμπρός και πέφτει να πεθάνει.
Αλλιώς παπάμ τα γράμματα , αλλιώς και τα στεφάνια, να γίνει η νύφη μας νονά και η κυρ νονά μας νύφη.
ΡΟΪΔΟΚΙΝΙΑ
Χίλιαεκατό αρχοντόπουλα ροϊδοκινιά μου, μια λυγεριά αγαπούσαν, κάμπε με τα λουλούδια.
Όλοι τον όρκο έκαναν να πάνε ένας ένας, κάμπε με τα λουλούδια, κι όλοι τον όρκο πάτησαν και πήγαν όλοι αντάμα, κάμπε με τα λουλούδια.
Καλημερά σου λυγερή,ροϊδοκινιά μου, καλώς τα παλληκάρια, κάμπε με τα λουλούδια. Άϊντε καλώς τα παλληκάρια, κάμπε με τα λουλούδια.
Κοπιάστε παλληκάρια μου, ροϊδοκινιά μου, να φάμε και να πιούμε, κάμπε με τα λουλούδια
Δεν ήρθαμε για φάΪ για πιεί, ροϊδοκινιά μου, και για ψηλά τραγούδια, κάμπε με τα λουλούδια, μας είπαν πούσαι όμορφη, ροϊδοκινιά μου, πως είσαι μαυρομάτα, κάμπε με τα λουλούδια.
Κι αλήθεια εγώ είμαι η έμορφη εγώ είμαι η μαυρομάτα, κάμπε με τα λουλούδια, λιθάρι έχω στην πόρτα μου, δοκίμι στην αυλή μου, κάμπε με τα λουλούδια.
Ποιος είναι άξιος και γλήγορος, ροϊδοκινιά μου, στις πλάτες να το ρίξει, κάμπε με τα λουλούδια. Κανάς δεν αποφάσισε, ροϊδοκινιά μου, από τα παλληκάρια, κάμπε με τα λουλούδια.
Κι ένας κοντός κοντούτσικος, ροϊδοκινιά μου, ο μασκαράς του κόσμου, κάμπε με τα λουλούδια, στα γόνατα γονάτισε, ροϊδοκινιά μου, στις πλάτες του το ρίχνει, κάμπε με τα λουλούδια.
Πάτε ξένοιμ στα σπίτια σας, ροϊδοκινιά μου, δικοί μου στα δικά σας, ροϊδοκινιά μου. Δεν είχα τύχη για τους νιούς, ρε άντε και για τα παλληκάρια, κάμπε με τα λουλούδια. Είχα για τον κοντούτσικο, τον μασκαρά του κόσμου, κάμπε με τα λουλούδια.
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣΟΒΟ
Στη μέση, στη μέση στο Κεράσοβο. Στη μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα.
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει τους Τούρκους με Ρωμιούς, τους Τούρκους με Ρωμιούς, με καπεταναίους. Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Βασιλοπούλα φώναξε από γυαλιένιον πύργο.
Πάψτε παιδιάμ τον πόλεμο, πάψε και τα ντουφέκια, να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα, να μετρηθούν τασκέρια μας, να ειδούμε πόσοι λείπουν. Μετριόνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες, μετριόνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις νομάτοι.
ΤΡΙΑ ΚΑΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΝΤΟΥΝΙΑ
Τρία καλά είναι στον ντουνιά και στον απάνω κόσμο. Τίποτα δεν, τίποτα δεν εζήλεψα. Τίποτα δεν εζήλεψα εδώ στον απάνω κόσμο. Μην τα άλογο το γρήγορο και το γοργό ζευγάρι και τη γυναίκα την καλή όπου τιμάει τον άντρα. Όταν τον βλέπει κι έρχεται, τον λέγει καλώς όρισες, κι άμα τον βάζει να φάει ψωμί, στέκει και τον κερνάει. Αυτός να πίνει το κρασί κι αυτή να λάμπει μέσα.
Και μπήκε ο εχτρός ανάμεσα για να τους ξεχωρίσει, και αγάπησε ο μικρότερος του τρανήτερου τη γυναίκα.
Εγώ νυφούλαμ σαγαπώ και θέλω να σε πάρω.
Αν μαγαπάς αντράδελφε και θέλεις να με πάρεις, τον αδερφό σου σκότωσε και μένανε να πάρεις.
Γυναίκες βρίσκεις εκατό και άλλο αδερφό δεν βρίσκεις.
ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΠΡΑΤΟΛΙΒΑΔΑ
Κάτω στα πρα, κάτω στα πρατολίβαδα. Κάτω στα πρατολίβαδα κι ακόνα μου ζωγραφισμένη.
Άντε κι εικόνα μου ζωγραφισμένη μικρή και πλουτισμένη. Εκείν αγόρος πελεκά με τόνα του το χέρι.
Κόρη μικρή επέρασε και τον καλημεράει. Αγόριμ πουν το χέρι σου και πελεκάς με τόνα.
Κόρη ξανθιά εφίλησα και μούκοψαν το χέρι κι ας μάτα την εφίληγα κι ας μούκοβαν και τάλλο κι ας μέθαφταν στον αργαλειό, να με πατούν τα πόδια.
ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΛΕΜΟΝΙΕΣ
Σαρανταπέντε λεμονιές στην άμμο φυτρομένες. Με το νερό στη ρίζα τους κι αυτές μαραγκιασμένες.
Έτσι είναι η κόρη η ανύπαντρη και η κακοπαντρεμένη. Παναθεμά γονιός γονιού, κακούς προξενητάδες, που δεν διαλέγον τους γαμπρούς, να δώσουν τις νυφάδες. Που πήγαν και με δώσανε στον Κώστα Μαραζιάρη. Τον στρώνω πέντε στρώματα, πεντέξι μαξιλάρια. Κυρά μου για δε χαίρεσαι, κυράμ δεν καμαρώνεις. Δεν εχς να φας , δεν εχς να πιεις, άσπρα για να φορέσεις. Τάσπρα δεν βγαίνουν στο χορό, φλουριά στο πανηγύρι, βγαίνουν οι άντρες οι καλοί, με τσιόμορφες γυναίκες.
ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΓΙΟΣ
Της χήρας γιός, της χήρας γιός αγάπησε. Της χήρας γιός αγάπησε μια έμορφη βλαχοπούλα.
Άϊντε όταν την πρωταγάπησε, όταν την πρωταγάπησε, βλάχα και βλαχοπούλα. Κι όταν την απαράτησε παλιόβλαχα τη λέει. Αν θέλεις βλάχαμ να χαθείς κι άγρια βουνά να πάρεις, πάρε την άκρη το γιαλό, την άκρη το ποτάμι, μάσε της δάφνης τον καρπό, της πικροελιάς το φύλλο, γαλάκτισέτα με καπνιά και πιέστα με το ξύδι. Παρασκευή τα λέγανε, Σαββάτο τα μαζεύαν. Την Κυριακίτσα το πρωί , τη βλάχα παν να θάψουν. Ο βλάχος την αγνάντευε από ψιλή ραχούλα. Χρυσό μαχαίρι έβγαλε, στους ουρανούς το ρίχνει και πάλι ξαναγύρισε και στην καρδιά του μπήκε. Φτιάξτε κιβούρ βαθύ πλατύ, να παίρνει δυό νομάτοι κι απ τη δεξιά του τη μεριά ν αφήστε παραθύρι, να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια. Στόνα φυτρώνει κάλαμος και στάλλο κυπαρίσι, κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν στέκουν και τα κοιτάνε. Για δες τα τα κουσόχρονα τα πολυαγαπημένα, όπως φιλιόνταν ζωντανά, φιλιόνται πεθαμένα.
ΣΤΟΝ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΜΑΧΑΛΑ
Στον ασημένιο Λάμπρωμ μαχαλά. Στον ασημένιο μαχαλά, στις παφιλένιες ρουγες, στις παφιλένιες ρούγες. Εκεί πάει Λάμπρωμ κι αλόχευσε, εκεί πήγε κι αλόχευσε κόρη αρραβωνιασμένη. Κι η μάνα της την έλεγε, κι η μάνα της τη λέει. Για σήκω απ αυτού Λάμπρω μου, κι ήρθαν οι συμπεθέροι. Κι αν ήρθαν μάναμ καλώς ήρθανε, κι αν έρθουν καλώς νάρθουν, Στρώσε τραπέζια θλιβερά και τα μισάλια μαύρα, κι αυτά τα κρασοπότηρα στη μέση ραγισμένα.
ΕΓΕΙΡΕ Ο ΗΛΙΟΣ
Έγειρε ο ήλιος, έγειρε ο ήλιος έγειρε. Έγειρε ο ήλιος έγειρε, πάει σε να βασιλέψει. Πάει σε να βασιλέψει, πάει σε να βασιλέψει. Κι ο Γιάννης ήταν μοναχός και μοναχός στηρίζει. Σκύψτει να βάλει τη χεριά, τη γης δάκρια γιομίζει. Κι ο ήλιος τον ερώτησε, κι ο ήλιος τον ρωτάει. Τι έχεις Γιάννημ και θλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρια. Ήλιεμ αφού με ρώτησες εγώ θα μαρτυρήσω, μικρό κοράσι αγάπησα, μικρό στη σαρμανίτσα. Καθόμουν και το κούναγα, να ξίνει να το πάρω, κι αυτό άξινε κι επλάτυνε κι άλλο άντρα επήρε και μένα με παράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο. Θερίζουν παίρνουν τον καρπό, την καλαμιά την καίνε.
ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Σήμερα Χριστός Ανέστη και στους ουρανούς ανέβη. Σήμερα ψένουν αρνιά και άλλοι σπάζουνε τα αυγά. Σήμερα τα παλληκάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια. Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσια. Σήμερα αχ, και οι παντρεμένες στέκονται καμαρωμένες.
ΠΟΡΤΗ, 2015